- ανάγραμμα
- το анаграмма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάγραμμα — το η λέξη που σχηματίστηκε από αναγραμματισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γράμμα. ΠΑΡ. αναγραμματίζω, αναγραμματικός] … Dictionary of Greek
ανάγραμμα ή αναγραμματισμός — Η μετάθεση των γραμμάτων των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να παράγονται άλλες λέξεις με διαφορετική σημασία. Η επινόηση του α. ανάγει την εμφάνισή της στους αλεξανδρινούς χρόνους και γνώρισε μεγάλη διάδοση την περίοδο του Μεσαίωνα. Είναι… … Dictionary of Greek
Anagrama — (Del gr. anagramma < ana, hacia atrás + grapho, escribir.) ► sustantivo masculino 1 Transposición de las letras de una palabra o frase. 2 LINGÜÍSTICA Palabra o frase que resulta de esta transposición: ■ Belisa por Isabel es un anagrama. 3… … Enciclopedia Universal
αναγραμματίζω — (Μ ἀναγραμματίζω) αλλάζω τη σειρά τών γραμμάτων μιας λέξης ή φράσης έτσι ώστε να σχηματιστεί νέα λέξη ή φράση, π.χ. αήρ: Ήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγραμμα. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αναγραμματισμός νεοελλ. αναγραμμάτιση] … Dictionary of Greek
αναγραμματικός — ή, ό [ανάγραμμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αναγραμματισμό … Dictionary of Greek
anagrama — (Del lat. anagramma, y este del gr. ἀνάγραμμα). 1. m. Transposición de las letras de una palabra o sentencia, de la que resulta otra palabra o sentencia distinta. 2. Palabra o sentencia que resulta de esta transposición de letras; p. ej., de amor … Diccionario de la lengua española